Ανεμοκυνηγητό

Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, από το να χάνεις τα λόγια σου – είτε καταμεσής της σκηνής (ή της παρουσίασης, του μίτινγκ κοκ για όσους δε βαυκαλιζόμαστε πως “ποιούμε ήθος”), είτε υπό την επήρεια των ματιών της που κάνουν και τις πιο απλές λέξεις να μοιάζουν οδοφράγματα, είτε στο προσκέφαλο του αναχωρητή, “που δεν του φαίνεται πια τίποτα γνωστό, μονάχα μια σκιά στην άκρη του γκρεμού”, που κάνει και τις πιο απλές λέξεις να μυρίζουν δακρυγόνα και θειάφι.

Το πιο δύσκολο όμως είναι το κατόπιν εορτής, το ετεροχρονισμένα – είτε επειδή χαράμισες όλα σου τα κανονάκια για ένα βράδυ ή ένα άουντι λίζινγκ και δυο ομόλογα, είτε επειδή δεν ήσουν εκεί, ή που δεν πρόλαβες να συμφιλιωθείς με τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής σου πριν μείνουν ακίνητοι, η ομολογία ότι τσιγκουνεύτηκες τη γλύκα, μην τυχόν και τσαλακωθείς.

“Κάθε πράγμα κι ώρα του”, λέει ο Εκκλησιαστής: “ώρα να φονέψεις, ώρα να γιατρέψεις/ ώρα να γκρεμίσεις, ώρα για να χτίσεις… / ώρα για να ψάξεις, ώρα για να χάσεις/ ώρα να φυλάξεις, ώρα να πετάξεις…”

image

“Μια κούπα από τη στάχτη μου να φτιάξετε συντρόφοι”, αντιλογά ο Ομάρ Καγιάμ, που “σαν θα γεμίζει με κρασί μπορεί να ξαναζήσω” και τραβάει χειρόφρενο σε φαύλους συνειρμούς και στοκαρισμένα γινάτια.

“Μια κούπα από τη στάχτη μου”, είναι και το έναυσμα – όσο φριχτά ετεροχρονισμένο κι αν φαντάζει φανταστικέ μου φίλε – της δημιουργίας αυτού του blog, το οποίο πέρα από μια αναπόφευκτα αναμνησιολογική χροιά (παλιά κείμενα) και τον ανομολόγητο φόβο της έκπτωσης σε ιντερνετικούς ακκισμούς και μεγαλοστομίες, ανταποκρίνεται στην πιο βαθιά, αφτιασίδωτη, ανάγκη επικοινωνίας.

Και όσο ανώφελο κι αν φαντάζει το μερτικό μας στον κόσμο και κυνήγι του ανέμου τα πεπραγμένα μας, αξίζει κανείς να δοκιμάζει και να τρώει τα μούτρα του, ανεξαρτήτως τάιμινγκ και με απόλυτη συναίσθηση της βάϊραλ αλήθειας “διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν, αυτούς που από έρωτα εκπέσανε…”

ΥΓ. Κάποτε στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μια απόπειρα να βγει σοβαρή αθλητική εφημερίδα, εγχείρημα που βασίστηκε στη φενάκη ότι το παθιασμένο κοινό της πόλης, διψάει όχι μόνο για μπάλα και για τους διαφυγόντες τίτλους που θα μπορούσε να έχει, αλλά διψάει για αλήθειες και πως έχει πια την ωριμότητα να πετάξει τις παρωπίδες που είχαν γίνει ένα με τους γκριζαρισμένους κροτάφους και τη λαϊκή μυθολογία των αυτόχθονων – σαν μόσχευμα σε σακατεμένο γόνατο, έστω και από δολοφονικό τάκλιν με αθηναϊκές τάπες…

Φυσικά το όλο εγχείρημα δεν άντεξε ούτε δυο μήνες, αφού κάτι ανάλογο, ακόμη και σήμερα, θα φάνταζε περισσότερο με απονενοημένο διάβημα – στο δεύτερο (;) κυριακάτικο φύλλο του “Σέντερ Φορ” λοιπόν, είχε δημοσιευτεί (στο περίπου, γιατί δεν έχω κρατήσει απόκομμα) και το κείμενο που θα ακολουθήσει για τα καταραμένα δοκάρια – ανώφελο κι αυτό, ανεμοκυνηγητό…

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s