Κάθε φορά που ενεργοποιείται το ρήγμα της μνήμης, εκεί που το θολωμένο μας μυαλό χοροπηδά κι αυτό σε λογαριθμική κλίμακα, κατευθυνόμενο, σχεδόν αταβιστικά, από το συλλογικό τραύμα του ’99 ή/και του ’81 (για όσους έχουμε ανεξίτηλα ταυτίσει τις Αλκυονίδες, όχι με ανέφελες χειμωνιάτικες βόλτες στη θάλασσα, αλλά με μυθολογικός τέρας στη δούλεψη του Εγκέλαδου), ψάχνω εναγωνιώς να πατήσω το “play” στο «μ’ αγαπάς» του Πανουσόπουλου, με τους μετασεισμικούς του ήρωες, βουτηγμένους ως τα μπούνια στον φόβο και την ηδυπάθεια, σε έναν ευφορικό ύμνο στον πόθο και της δύναμης της ζωής για τη ζωή.
Κι όμως εκείνον τον τόσο μακρινό και φευ, τόσο νομοτελειακά κοντινό Φεβρουάριο, η ζωή συνεχίστηκε γρήγορα, παρά τα τρία απανωτά χτυπήματα που παρέλυσαν ολόκληρη τη Δυτική Αττική, τις μυθιστορηματικές διανυκτερεύσεις στα αυτοκίνητα και την 33η καταστροφή της Κορίνθου από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (σύμφωνα με τις αναφορές του Θουκιδίδη) μέχρι σήμερα. Ακόμη και ο ιππόδρομος δεν σταμάτησε να λειτουργεί παρά μόλις μια μέρα και η πτώση του στοιχήματος αποδόθηκε στα φτωχά προγράμματα.

Το πρωτάθλημα της περιόδου 1980-81 (2ο επαγγελματικό) συνεχίστηκε απρόσκοπτα – εξάλλου είχε ήδη σημαδευτεί λίγες βδομάδες νωρίτερα από τους 21 νεκρούς της θύρας 7 ενώ έμελλε να ακολουθήσει ο θάνατος στην Τούμπα του Γκιούλα Λόραντ – με τον Ολυμπιακό να έχει παράπλευρες βαθμολογικές απώλειες, καθώς το στάδιο Καραϊσκάκη είχε βγει ακατάλληλο με τους σεισμούς, οπότε και αναγκάστηκε να «φιλοξενήσει» τον Πανιώνιο στη Νέα Φιλαδέλφεια, για να υποστεί απρόσμενη ήττα με 1-2 την οποία όμως δεν εκμεταλλεύτηκε ο δεύτερος Άρης που έμεινε στο 0-0 με τον Εθνικό.

Αξιοσημείωτο επίσης (αδιανόητο για τα σημερινά μέτρα γαρ) το γεγονός πως τον αγώνα της Ν. Φιλαδέλφειας παρακολούθησαν οι αποστολές της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ, χωρίς όμως να λείπουν από τότε τα παρατράγουδα, καθώς ο πρόεδρος του Ολυμπιακού Σταύρος Νταϊφάς χρειάστηκε την επέμβαση της αστυνομίας για να φτάσει στο αυτοκίνητο του προπηλακιζόμενος από ερεθισμένους οπαδούς της ΑΕΚ, ενώ παράλληλα στο Χαριλάου λιθοβολήθηκε άγρια το πούλμαν που μετέφερε τους παίκτες του Εθνικού στο αεροδρόμιο.
Εντωμεταξύ, όλοι ετοιμάζονταν για το ποδοσφαιρικό γεγονός της χρονιάς, το οποίο έλαβε χώρα, δύο μήνες μετά τον πρώτο σεισμό στις Αλκυονίδες, στις 13 Απριλίου του 1981, με τη Νέα Φιλαδέλφεια να είναι κατάμεστη από φιλάθλους και μη, καθώς όλες οι εισπράξεις του μεγάλου ντέρμπυ, θα διατίθεντο για την οικονομική ενίσχυση των 35.000 οικογενειών που τα σπίτια τους καταστράφηκαν ή έπαθαν σοβαρές βλάβες.

Και έφτασε η μεγάλη μέρα, με τους Δομάζο, Νεστορίδη, Στεφανάκο και Μπάγεβιτς να πλαισιώνουν την “dream team” των ηθοποιών, αλλά να μη μπορούν να κάνουν ζάφτι την τακτική ιδιοφυία του Κώστα Καραπατή που παρέταξε τους δημοσιογράφους με το ανεπανάληπτο σύστημα 0-10-0 που του απέφερε τον έλεγχο του κέντρου και την τελική νίκη με 7-5, παρά το ατυχές ξεκίνημα με το αψυχολόγητο πέναλτυ που παραχώρησε ο Αλέκος Θεοφιλόπουλος, στον θεαματικότερο και του Αναστόπουλου στην κουτρουβάλα, φτεροπόδαρο Χάρρυ Κλυν.

Από τα απόλυτα highlight της αναμέτρησης, η είσοδος σε ανύποπτο χρόνο του Χάρρυ Κλυν στον αγωνιστικό χώρο καπνίζοντας αρειμανίως το τσιμπούκι του, υπό τις ουρανομήκεις ιαχές της κερκίδας «Πω, πω, πω – πω, πω, πω, τι τσιμπούκι είναι αυτό», με τον διαιτητή να αναγκάζεται – μετά και από πλειάδα επακόλουθων έκτροπων να προβεί σε αυστηρές συστάσεις στους παίκτες, υπογραμμίζοντας ότι «κατά τη διάρκεια του αγώνα, απαγορεύονται ρητώς, το κάπνισμα, τα χαρτιά, το ποτό και οι γυναίκες». Στο δε τέλος του ματς, ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε τόσο ενθουσιαστεί με το ξέχειλο ταλέντο του Χάρρυ Κλυνν, που του πρότεινε συμβόλαιο συνεργασίας με τον Παναθηναϊκό.

Φυσικά σε μια τέτοια γιορτή, δεν θα μπορούσε παρά να έχει σταθεί αρωγός και η Πολιτεία, δια στόματος του ποδοσφαιρόφιλου υφυπουργού Εσωτερικών, ο οποίος με τέτοια “γαμπριάτικη” φωτογραφία, δεν είναι να απορεί κανείς που ήταν ο σύζυγος της Ελένης Βαρδινογιάννη, δικηγόρου και μέλους της γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας, καθώς και πατέρας της ευειδούς Όλγας που διακρίθηκε σαν υπουργός Τουρισμού.

Κάθε φορά που ενεργοποιείται το ρήγμα της μνήμης, εκεί που το θολωμένο μου μυαλό χοροπηδά κι αυτό σε λογαριθμική κλίμακα και ταξιδεύει αυτόματα στους ανήμπορους και στους καθηλωμένους, ψάχνω να πατήσω το “play”, για να σκάσω ένα παιδικό χαμόγελο, βλέποντας τον Βέγγο να πλησιάζει τον γκολκήπερ των δημοσιογράφων Σιούμπουρα και να του παραθέτει το αφοπλιστικό ερώτημα: «Τι προτιμάς, την Ορνέλα Μούτι ή ένα γκολ;» Και ο Σιούμπουρας μάζεψε τελικά τη μπάλα από τα δίχτυα (στην 25η απόπειρα του θείου Θανάση), γιατί ως γνωστόν, «στο ποδόσφαιρο συμβαίνει ό,τι στο στρατό: άλλο ζητάς κι άλλο σου δίνουν…»

ΥΓ. Η σεζόν 1980-81 έχει μείνει στην ιστορία και για ένα τρίτο στενάχωρο γεγονός, την αποχώρηση του Λουκά Μπάρλου από τα κοινά της ΑΕΚ και τον αθλητισμό γενικότερα, καθώς δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί οικονομικά σε μια διοργάνωση καθαρά επαγγελματική, όπως είχε πλέον γίνει το ποδόσφαιρο. Ο “θείος Λουκάς” έβαζε πάντα πάνω από τον εαυτό του την ΑΕΚ, με συνέπεια να χάσει εντέλει όλη του την περιουσία, καθώς έβαλε υποθήκη το σπίτι του στην Ιονική-Λαϊκή Τράπεζα για να κατασκευαστεί η θρυλική σκεπαστή εξέδρα του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας.
