Η οδήγηση στην Ολλανδία μπορεί να γιατρέψει και την δυσκολότερη περίπτωση αυπνίας. Η αέναη εναλλαγή άψογα τετραγωνισμένων αγρών και καναλιών, δεντροσυστοιχιών και αγελάδων, αγελάδων και φραγμάτων, θα μπορούσε να οδηγήσει στο πιο βαθύ χασμουρητό και οπαδούς του ιρανικού σινεμά, ενώ είναι απολύτως αδύνατο να διακρίνεις το φυσικό από το τεχνητό κομάτι γης. Γιατί μεγάλα κομμάτια της χώρας (που το 50% της έκτασης της βρίσκεται κάτω απ’ το επίπεδο της θαλάσσης) έχουν κυριολεκτικά ανασυρθεί από τη θάλασσα με την αξιοποίηση ισχυρών τεχητών φραγμάτων και συστημάτων αποξήρανσης.

Η Ολλανδία ήταν ανέκαθεν απ’ τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη και η αξιοποίηση κάθε σπιθαμής γης στις πόλεις και την ύπαιθρο δε συνιστούσε πολυτέλεια, αλλά ζήτημα επιβίωσης. Για αιώνες οι Ολλανδοί ήταν υποχρεωμένοι να σκέφτονται δημιουργικά και αφαιρετικά σχετικά με το χώρο και δυνητικές καινοτομίες σε κάθε περιοχή της ζωής τους.
Ήταν τέλη Ιανουαρίου του 1965 όταν ένας μικρός μύθος άρχισε τον περίπλου του Άμστερνταμ με πρωταγωνιστές τον άπειρο Μίχελς και τον 17χρονο Κροϊφ. Ο Αγιαξ βρισκόταν στο χείλος του υποβιβασμού αλλά το 9-3 επί της Μάαστριχτ στο προπονητικό ντεμπούτο του Ρίνους Μίχελς ήταν ο καλός οιωνός για την ομάδα με το ρωμέικο όνομα και το εβραϊκό αίμα. Την επόμενη χρονιά στους κόλπους μιας πόλης που κόχλαζε κοινωνικά μετά από αιώνες αταραξίας, άρχισε να αλλάζει και το ποδόσφαιρο με το πρώτο πρωτάθλημα του νέου Άγιαξ.

Το 1966 κορυφώθηκε στο κέντρο του Άμστερνταμ η πολιτιστική, πολιτική και κοινωνική επανάσταση που άλλαξε για πάντα την Ολλανδική κοινωνία δύο χρόνια νωρίτερα από τα γεγονότα που συγκλόνισαν το Παρίσι. Παράλληλα με το μετασχηματισμό της πιο οπισθοδρομικής χώρας της ευρώπης σε πόλο προοδευτισμού και ανεκτικότητας, άνθισε και ότι πιο μοντέρνο κι αξεπέραστο και μάλιστα μέσα στο χώμα του πιο αφελούς ποδοσφαίρου. Το «Totaalvoetbal», το υπερ-επιθετικό στιλ ποδοσφαίρου κατά το οποίο οι παίκτες εναλλάσουν θέσεις μεταξύ τους και επιτίθενται καταιγιστικά από κάθε γωνία εφευρέθηκε από τον Αγιαξ στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Το «Total Football» θεμελιώθηκε στη νέα θεωρία του εύκαμπτου χώρου, που το 19ο αιώνα επέτρεψε την αύξηση της φυσικής έκτασης της Ολλανδίας με μεγάλα φράγματα και την εκμετάλλευση της νέας τεχνολογίας του ατμού. Έτσι ο Ρίνους Μίχελς και ο Γιόχαν Κρόυφ εκμεταλλεύτηκαν τις ικανότητες μιας νέας φουρνιάς παικτών για να αλλάξουν τις διαστάσεις του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Όταν ο Άγιαξ (ή η εθνική Ολλανδίας του ‘74) επιτίθονταν ο σκοπός ήταν να «ανοίξει» το γήπεδο με γρήγορο παιχνίδι από τα άκρα και συνεχή κίνηση ως μέσο αύξησης και αξιοποίησης του υπάρχοντος χώρου. Όταν η μπάλα χανόταν η ίδια σκέψη και τεχνικές χρησιμοποιούνταν για να καταστρέψουν τον χώρο του αντιπάλου. Πίεζαν ψηλά στο μισό της αντίπαλης ομάδας, κυνηγώντας τη μπάλα και χρησιμοποιώντας την παγίδα του οφσαϊντ επιθετικά, ώστε να στραγγαλίσουν το χώρο ακόμη περισσότερο. Με αυτό το σύστημα αποκτούσαν και σοβαρό πλεονέκτημα φυσικής κατάστασης καθώς με την εναλλαγή των ρόλων και την εφαρμογή του τεχνητού οφσαϊντ οι παίκτες έκαναν λιγότερες και μικρότερες κούρσες.
Σημείο αναφοράς του επιθετικού τρόπου άμυνας, το «pressing» και η μετατροπή σε επιθετικό εργαλείο του τεχνητού οφσαϊντ, επέτρεπαν στους παίκτες να κινούνται σε μια ζώνη μόλις είκοσι μέτρα μπρος – πίσω αντί να αμύνονται και να αντεπιτίθενται σε βάθος 80 μέτρων σπαταλώντας δυνάμεις. Όταν το σύστημα τελειοποιήθηκε σχεδόν σε κάθε παιχνίδι ο Άγιαξ προηγείτο 1-0 ή 2-0 ήδη απ’ το πεντάλεπτο και οι αντίπαλοι έτρεμαν από το λεωφορείο στο δρόμο για το γήπεδο. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που είχαμε την ευτυχία να γευτούμε και στην Ελλάδα με τον μπασκετικό Άρη στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, όταν με το ασφυκτικό pressing σε όλο το γήπεδο και το άνοιγμα του πρότυπου αιφνιδιασμού με τις λόμπες του Γιαννάκη στον αιθεροβάτη Γκάλη το ταμπλό έγραφε ήδη 14-2 στο πρώτο ταϊμ άουτ του αντιπάλου…
Οι Ολλανδοί ήταν ακόμη οι πρώτοι που σχεδίασαν και επέβαλλαν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ των συμπαγών συνωστισμένων πόλεων και των ανοιχτών αγροτικών περιχώρων. Ο λόγος ήταν στρατηγικός και αναφέρεται στον πόλεμο της ανεξαρτησίας από τους Ισπανούς τον 16ο αιώνα. Προλαμβάνοντας για σχεδόν 400 χρόνια την ιδέα της συμπίεσης του χώρου σε θέση άμυνας, οι Ολλανδοί μίκρυναν κυριολεκτικά όσο ήταν δυνατόν τη γη, πλημμυρίζοντας τους αγρούς ανάμεσα στα τείχη των πόλεων τους, όταν οι Ισπανοί επιτίθονταν.

Κι όμως μέχρι τότε σε επίπεδο τακτικής το ερασιτεχνικό ολλανδικό ποδόσφαιρο είχε μείνει σε προπολεμικά συστήματα με τις περισσότερες ομάδες ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 να παίζουν με δύο αμυντικούς. Έτσι παρότι το ταλέντο και η τεχνική κατάρτιση ποτέ δεν έλλειψε από τους σοφτ Ολλανδούς τα αποτελέσματα σε διεθνές επίπεδο ήταν απογοητευτικά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 οι «οράνιε» εχαναν 8-2 από την Αγγλία, 1-5 από την Ισπανία, 7-0 από την Γερμανία, ακόμη και μέσα στο Άμστερνταμ από την Τουρκία. Χρειάστηκε να περάσουν 36 χρόνια από το 1938 για να καταφέρουν να ξαναπαίξουν σε τελικά παγκοσμίου κυπέλλου το 1974.
Η σημερινή ελκυστική εικόνα της διαδαλώδους πρωτέυουσας της Ολλανδίας άρχισε να διαμορφώνεται όταν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα εξπρεσιονιστές καινοτόμοι αρχιτέκτονες της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Άμστερνταμ εφάρμοσαν την αντίληψη ότι κάθε στοιχείο της πόλης ξεχωριστά – από τα χαλιά και την επίπλωση στα σπίτια των ανθρώπων, μέχρι τις γέφυρες, τις λάμπες στους δρόμους και τα κτίρια ολόκληρα – θα πρέπει να φαίνεται σα μέρος μιας ενοποιημένης ιδέας. Ορισμένες φορές αυτή η αντίληψη δημιούργησε προβλήματα καθώς τα πιο στιλάτα κτίρια ήταν καλύτερα στην όψη παρά στο να προστατέψουν απ’ τη βροχή (όπως και οι παλιές τρύπιες ολλανδικές άμυνες).

Όμως όταν η σχολή του Άμστερνταμ πετύχαινε το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό: προσεχτικά υπολογισμένες εκρήξεις γεωμετρικών σχεδίων και αρτ ντεκό υπερβολών σε ένα ενιαίο σχέδιο: Total City. Θαρρείς προπομπός των ακαδημιών του Άγιαξ η αρχιτεκτονική σχολή του Αμστερνταμ βρήκε τον τρόπο να παντρέψει τη συλλογική πειθαρχία με την ατομική δημιουργικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η αρχιτεκτονική τάση της εποχής έγινε πιο ευέλικτη και οι σχεδιαστές και οι αρχιτέκτονες της εποχής εξέλιξαν τις «Total» θεωρίες. Στις μοντέρνες πόλεις θα πρέπει όλα τα συστήματα να εξοικειώνονται μεταξύ τους κατά τρόπο που η αλληλεπίδραση τους θα μπορεί να εκτιμηθεί σαν αυτόνομο σύνθετο σύστημα.
Η εναλλαγή θέσεων στο παιχνίδι του Αγιαξ εξελίχθηκε με φυσικό τρόπο. Μετά από δύο χρόνια με τον ίδιο κορμό παικτών, όλα γίνονταν αυτόματα και η αλληλοκάλυψη λειτουργούσε τέλεια χωρίς να χρειάζεται κανείς να πει τίποτα στον συμπαίκτη του. Πολλοί δημοσιογράφοι πάντως που δεν καταλάβαιναν πως λειτουργούσε το σύστημα του Άγιαξ το παρουσίαζαν υπερβολικά ακαδημαϊκό. Ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσουν ότι πολλές φορές οι παίκτες βρίσκονταν απλά με την άνεση των ανθρώπων που συγχνωτίζονται πολλά χρόνια μαζί. Το καλύτερο ποδόσφαιρο είναι το ενστικτώδες, οταν βγαίνει απ’ την καρδιά. Οι παίκτες του Αγιαξ ήξερα ακριβώς τι να κάνουν γιατί έπαιζαν μαζί 5 χρόνια, χωρίς απαραίτητα να συνηδητοποιούν την ταχύτητα με την οποία κυκλοφορούσαν τη μπάλλα εναλάσσοντας τις θέσεις τους.
Η τελευταία μεγάλη ομάδα πρότυπο οργάνωσης παιχνιδιού και ανοίγματος χώρων με άρτιες εναλλαγές πλευρών ήταν ο Αγιαξ της δεκαετίας του ’90 του Φαν Γκααλ. Το δόγμα του Φαν Γκααλ είναι η δημιουργία αστραπιαίων τριγώνων από έξυπνους και τεχνίτες παίκτες με στόχο η μπάλλα να καταλήξει στον παίκτη με τον περισσότερο χώρο και χρόνο ώστε να ανοίξει η αντίπαλη άμυνα. Η ταχύτητα και η ακρίβεια των μεταβιβάσεων έκανε το σύνολο να μοιάζει να γλιστράει στο γρασίδι σαν ομάδα συγχρονισμένης κολύμβησης. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζονται νέοι παίκτες και σταθερός κορμός που θα τελειοποιείται χρόνο με το χρόνο. Μετά την υπόθεση Μπόσμαν και το σημερινό ακανόνιστο ρυθμό των μεταγραφών είναι πλέον πρακτικά αδύνατο να αναπαραχθεί το «total football». Η Μπαρτσελόνα της περασμένης δεκαετίας, που σμιλεύτηκε σε παρόμοια κεντρική ιδέα αξιοποιώντας το βιωματικό υπόβαθρο των ακαδημιών της, αποτέλεσε πιθανότατα το έσχατο παράδειγμα αυτής της λογικής.
Στο Ολλανδικό πρωτάθλημα πάλι μετά την υπόθεση Μπόσμαν το επίπεδο του θεάματος αλλά κυρίως της τακτικής φαίνεται να έχει πισωγυρίσει δραματικά. Όλοι οι Ολλανδοί συμφωνούν με τον Κρουφ: «το ποδόσφαιρο πρέπει πάντα να παίζεται όμορφα και με επιθετικό πνεύμα, πρέπει να είναι θέαμα» Η διαφορά είναι ότι σήμερα όλοι οι καλοί παίκτες φεύγουν αμέσως έξω και οι ομάδες στην προσπάθεια τους να κρατήσουν την κληρονομιά του 4-3-3 ή του 3-4-3 παρουσιάζουν αφελές παιχνίδι χωρίς απαραίτητα το θέαμα να είναι υψηλής ποιότητας. Τα γκολ πέφτουν βροχή, όχι όμως χάρις στις εμπνεύσεις των επιθετικών, αλλά λόγω των ανύπαρκτων αμυνών. Οι άμυνες όλων σχεδόν των ομάδων είναι υποτυπώδεις. Παράλληλα, ακόμη και όταν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια καλή φουρνιά παικτών (όπως του περσινού Άγιαξ), δεν υπάρχει περίπτωση να μην πουληθούν άμεσα, στην επόμενη μεταγραφική περίοδο, με αποτέλεσμα ακόμη και ο Άγιαξ να μη μπορεί να σταθεί ικανοποιητικά στο Champions League για δεύτερη χρονιά σερί.
Όταν οι Ολλανδοί λένε για κάποιον ότι μπορεί να παίξει μπάλα αναφέρονται αποκλειστικά στην τεχνική του και την ικανότητα του να διαβάζει το παιχνίδι. Η φλόγα για νίκη, το κουράγιο, τα χιλιόμετρα και το ύψος δεν σημαίνουν τίποτε για αυτούς. Στην Ολλανδία θεωρούν ότι κάποιος π.χ. σαν τον Μπίρχοφ δεν κάνει για να παίξει ποδόσφαιρο. Γιαυτό και το Ολλανδικό πρωτάθλημα αποδυκνείεται ιδανικό για να αναδείξει τις αρετές “άστατων” παικτών όπως ο Χακίμ Ζίγιεχ ή ο Ντούσαν Τάντιτς, με αμφίβολη ενσωμάτωση σε χώρες με απόλυτη προσκόλληση σε δογματικές αντιλήψεις περί σύγχρονου ποδοσφαίρου, ταχυδύναμης, “box to box” και άλλων δαιμονίων…
ΥΓ. Το εξαιρετικό βιβλίο του David Winner με τίτλο Brilliant Orange (Bloomsbury paperbacks) που θαρρώ πως τα τελευταία χρόμνια μεταφράστηκε και στα ελληνικά προτείνεται ανεπιφύλακτα για παλιούς Απολλωνιστές της εποχής René van de Kerkhof και όποιον αγαπάει τις τουλίπες…