Το καφέ των χασομέρηδων

Μπροστά θα έχει ένα μικρό πεζόδρομο, ίσα για να μπορείς να βγάλεις δυο, τρία τραπεζάκια όταν πέσει ο ήλιος και για να μπορεί να το σκάει το βλέμμα απ΄ τα παράθυρα (μεγάλα σα τζαμαρίες) και να ανακατεύεται αδιάκριτα με τις χαμένες σκέψεις των περαστικών. Οι περισσότεροι επιταχύνουν το βήμα με ένα σμήνος σκοτούρες στην πλάτη, δυο τρεις συζητάνε μεγαλόφωνα για το πόσο θα χειροτερέψουν τα πράγματα, οι μοναχικοί διαβάτες σχεδόν σκυφτοί με το βήμα μετέωρο μεταξύ μιας (χαμένης) αξιοπρέπειας και πολλαπλών ματαιώσεων, αραιά και που όμως να που γίνονται και μικρά θαύματα: μια φορτωμένη κερασιά απέναντι και μια ανέμελη κοπέλα που κοντοστάθηκε ν’ ανάψει τσιγάρο στον ίσκιο της, ένα αφοπλιστικά αυτάρεσκο χαμόγελο και η ρουφηξιά του καπνού της που συναντιέται αναπόφευκτα με τα φυλλοροούντα βλέμματα περαστικών και θαμώνων που δεν λένε να ξεκολλήσουν…

Τα θαύματα όμως ποτέ δεν κρατάνε πολύ (παραπάνω από ένα τσιγάρο) και το κορίτσι θα μαζέψει την τσάντα με τα βιβλία της, για να συνεχίσει αργοπορημένη (για τη σχολή της;) και όλα θα ξαναγυρίσουν στον κανονικό τους ρυθμό – μέσα ετερόκλητη βαβούρα με τη μουσική να χοροστατεί («αυτή που περνάει, αυτή που περνάει/ αυτή να ρωτήσουμε να δούμε που πάει/ αυτή να ρωτήσουμε τον προορισμό μας/ ο άγνωστος δρόμος της να βρει το δικό μας»), ενώ κάποιοι θα κοντοστέκονται στην πόρτα, αναποφάσιστοι μπροστά στη μαρκίζα: “Το Καφέ των Χασομέρηδων”.

Το καφέ των Χασομέρηδων λοιπόν, είναι το φανταστικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) καφενείο που θα ήθελα να τρέχω, μικρό αλλά σίγουρα ζεστό αφού μέσα θα συναθροίζονται γλυκόπικρα όσα κάναμε λάθος και ακόμη περισσότερο, όσα δεν τολμήσαμε καθόλου στο παρελθόν μαζί με την πρόσκαιρη αδράνεια και το άραγμα, την ώρα που το θυμικό μας σχεδιάζει ακόμη αθεράπευτα, μεγάλα ταξίδια και μεγάλα λόγια για να ξορκίσει τον ενδόμυχο φόβο, ότι είμαστε απλά σκουριασμένα φορτηγά πλοία που ξέμειναν στη ράδα.

Και παρότι τα τσίπουρα με τους παρελκόμενους μεζέδες θαρρείς ότι μυρίζουν θάλασσα, η φωνή στο ηλεκτρόφωνο (σε ένα τέτοιο καφέ, δε γίνεται βέβαια να έχει CD, MP3 κτλ) , δεν ξέρω αν θα συνδράμει ή θα τα κάνει χειρότερα: “είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια/ πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες/ ξέρει αν μπορούσε θα κανε μία απ’ τα ίδια/ αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες”.

Μια εβδομάδα έχει μείνει για το Τσάμπιονς Λιγκ και ο υποφαινόμενος, έχει εξοκείλει εκτός τόπου και χρόνου θα σκέφτονται μάλλον οι περαστικοί της στήλης. Μπα, δε νομίζω ρε μάγκες, αν κάποιοι έχουν σίγουρα θέση στο Καφέ των Χασομέρηδων, δεν είναι άλλοι από τους στοιχηματίες που ήδη έχουν ήδη χαθεί σε ατέρμονες συζητήσεις για το ‘τσάμπιονσλίγκι’ και τι σύστημα πρέπει να παίξουν άγγλοι, γάλλοι, πορτογάλοι και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Μήπως εξάλλου οι φουσκωμένες ιστορίες για θαλάσσια τέρατα, δυνητικά ναυάγια και εξωτικά λιμάνια που αφηγούνται οι παλαίμαχοι ναυτικοί, έχουν πολλές ψυχοδραματικές διαφορές από τις αφηγήσεις για αναθεματισμένα δοκάρια και γκολ στο 90΄που χάλασαν την πεντάδα με απόδοση 69;

Λένε ότι χοντρικά οι άνθρωποι, μπορούμε να χωριστούμε σε δύο κατηγορίες, σε αυτούς που ζουν έντονα, αρπάζουν την κάθε μέρα και σχεδόν εκβιάζουν τον κίνδυνο και την κινηματογραφική δράση και την πλειοψηφία που αναλώνεται στο να παρατηρεί τις ζωές των άλλων, ρουφώντας την περιπέτεια μέσα από σαπουνόπερες κλπ . Νομίζω ότι βασικά λένε μαλακίες, παρότι ενδεχομένως ο αφορισμός μου να αποτελεί μια απέλπιδα άμυνα να αποδυθώ τον παθητικό ρόλο που έχουμε όσοι σπαταλούμε το χρόνο και το μυαλό μας να αποκρυπτογραφήσουμε βουλές προπονητών και κέφια παικτών που θα είναι οι πρωταγωνιστές και εμείς απλοί τηλεθεατές (στην καλύτερη περίπτωση).

Ναι, η απόπειρα πρωθύστερης ανάγνωση ενός ποδοσφαιρικού ματς (όπως εξάλλου και χιλιάδες άλλες δραστηριότητες) , δεν είναι το πιο συναρπαστικό πράγμα του κόσμου και σίγουρα δεν είναι “Θεάρεστο” ή κοινωφελές, όπως κάποιο λειτούργημα, μάλλον δεν έχει καν την χρηστική αξία που έχει το προϊόν ή οι υπηρεσίες κάποιου τεχνίτη. Το αν όμως θα το αφήσουμε να εκφυλιστεί σαν «χαμένος χρόνος», ψυχοκαταναγκαστικό κομμάτι μιας εκφυλιστικής διαδικασίας – απλής ικανοποίησης ορμέφυτων και τυφλού τζογαρίσματος για να συνοδέψει την τηλοψία του (όποιου) Champions League ή εάν θα το κάνουμε με ορθολογικά κριτήρια και αναλυτικό τρόπο που θα λειτουργήσει σαν συμπλήρωμα της διασκέδασης μας, είναι προσωπική υπόθεση του καθενός.

Όταν είσαι παιδί, σου αρκεί ένα επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι και δύο φίλοι για να ταυτιστείς με τον Μαραντόνα και είτε παίζεις σε ένα υπόγειο στο Πατήσια, είτε στο Μαρακανά, δεν έχει καμιά σημασία (για να μην πω ότι η συγκινησιακή φόρτιση είναι μάλλον μεγαλύτερη στα Πατήσια) και κανένας δεν θα σκεφτεί να σου προσάψει την παπαριά, ότι αντί να ζεις, ξεπατικώνεις τις ζωές των άλλων.

Εάν λοιπόν συνεχίζεις να απολαμβάνεις την (τηλεοπτική έστω) παρακολούθηση ενός αγώνα σαν διασκέδαση και όχι σαν «σκότωμα χρόνου», επειδή δεν έχεις (ή δεν αντέχεις οικονομικά) να κάνεις κάτι καλύτερο, δεν έχει σημασία τι ταμπέλα θα σου βάλουν και αν θα σε πουν χασομέρη. Μπροστά έχει ένα μικρό πεζόδρομο ίσα για να μπορείς να βγάλεις έξω δυο, τρία τραπεζάκια το βράδυ και την τηλεόραση στο παράθυρο. Και όταν γίνει κανένα μικρό θαύμα και κρύψουν τη μπάλα ο Σώκρατες με τον Ζίκο και τον Φαλκάο, μην εκπλαγείς από το ανεπαίσθητο, αλλά υπέροχο άγγιγμα της κοπέλας στον ώμο σου. Απλά δώσε της φωτιά…

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s