
Το «Στοίχημα» είναι πάνω από όλα χόμπυ. Ο κύριος λόγος που περνάμε απ’ το πρακτορείο να ρίξουμε το δελτίο μας, είναι το ίδιο το παιχνίδι, ως αυτοσκοπός. Παίζουμε στοίχημα, όπως παίζουμε μπάλα ή παιχνίδια στον υπολογιστή δηλαδή επειδή μας αρέσει και όχι για να μας κάτσει και να λύσουμε το πρόβλημα της ζωής μας.
Ο συνειδητοποιημένος, δηλαδή ο νορμάλ παίκτης, βλέπει το στοίχημα σαν σπορ, σαν χόμπι, πράγμα που σημαίνει ότι το βλέπει πολύ σοβαρά. Διότι είναι κατασταλαγμένος και απολαμβάνει την εμπειρία, διότι έχει μεράκι, οπότε είναι γι’ αυτόν πολύ σοβαρή υπόθεση. Γιατί εάν δεν έχεις μεράκι πολύ απλά δεν συνεχίζεις να ασχολείσαι. Αυτό φυσικά συνεπάγεται a priori ότι είναι πολύ καλά γυμνασμένος και διαβασμένος σε αυτό που κάνει, γιατί αποτελεί επιλογή του και γούστο του, οπότε τον απασχολεί. Και υπό αυτό το πρίσμα παίζει για να κερδίσει, με την έννοια της ευχαρίστησης και της απόλαυσης.
Σε κάθε άλλη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μη σοβαρές ή πολύ χειρότερα, με παθολογικές καταστάσεις. Εάν προσεγγίσεις το παιχνίδι σαν βραζιλιάνος πιτσιρικάς που νοιώθει ότι ο μόνος τρόπος να ξεφύγει απ’ τη μοίρα της φαβέλας είναι κλωτσόντας βιρτουόζικα το τόπι, το πιθανότερο είναι να καταλήξεις στο κελί 33. Γιατί τότε η ιδέα της αποτυχίας σε γεμίζει τρόμο, καταργεί την ευθυκρισία, υποσκάπτει τη λογική και κλέβει την έμπνευση (που μόνο όταν παντρεύεται με ορθολογισμό και εμπειρική γνώση μπορεί να κάνει θαύματα).
Σε στιγμές κρίσεων που εύκολα καταλήγουν σε πανικό, δεξιότητες και κατακτήσεις αιώνων του Homo Sapiens αχρηστεύονται για να υπερισχύσουν πρωτόγονα ένστικτα και ψυχοκαταναγκασμοί. Όταν η πίεση γίνεται υπέρμετρη μόνο οι πολύ βαθειά εμπεδωμένοι στο υποσυνείδητο αυτοματισμοί και οι θεμελιώδεις (απλές) τεχνικές επιβιώνουν και κάνουν ζάφτι το θυμικό του αλλοτριωμένου πιθήκου. O μηχανισμός που κάνει τις συσπάσεις στο πρόσωπο του Μπάτζιο να σκιαγραφούν ότι θα αστοχήσει στο πιο κρίσιμο πέναλτι της ζωής του, αλλά και τον λυγισμένο από το άγχος της χασούρας παίκτη να αστοχήσει στην πιο κρίσιμη εκτίμηση του, είναι οικτρά πανομοιότυπος.

Οι στοιχηματικές (και όχι μόνο) επιλογές μας, θα πρέπει να έχουν προκύψει με τον ίδιο υποσυνείδητο τρόπο που επιλέγουμε διαδρομή επιστροφής στο πατρικό σπίτι, όταν οδηγούμε όντας 48 ώρες άυπνοι στην πόλη που γεννηθήκαμε. Τότε που δεν μετράει ούτε ο πιο σύντομος, ή ο πιο καλοφωτισμένος δρόμος, ούτε η πιο όμορφη ή συναρπαστική διαδρομή παρά μόνο η σχεδόν κυτταρική (μέσα από χιλιάδες επαναλήψεις) μνήμη της πιο οικείας και ασφαλούς οδού…
“Χωρίς Σύνορα” – Φθινόπωρο 2008
ΥΓ. Και κάπως έτσι, αντί να διαλέξω το βέλτιστο δρόμο για Χαλάνδρι, κόβω απότομα μέσα στις τρεις γέφυρες, μόνο και μόνο για να ανέβω την Καυτατζόγλου από όπου φαίνεται η βεράντα του πατρικού μου – άραγε είναι σβηστό το φως ή το περίγραμμα των γονιών μου διαγράφεται στο τζάμι: “που ξοδευόσουν πάλι μέχρι τις πέντε τα χαράματα αγόρι μου;”…
Και πάνω που γράφω πάλι αφιλτράριστα, να σου, αναπάντεχα στο ράδιο φωνές που με βάζουν στον πειρασμό να ξαναγράψω κι ας έχουν γίνει πια τα τάστα της κιθάρας μου ξυράφια. Και το μόνο που τελικά μου αφήνει κατακάθι ο αχός των ημερών, είναι το πως όσο κι αν νοιώθεις να σφίγγει ο περίγυρος από ναυτικούς που μάζεψαν λεφτά και μούτζωσαν τη θάλασσα, θα βρεθούμε ξανά – “πόρνες μαζί και άγιοι” – σε ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή, σε μια χαραμάδα πανικού – στανταράκι σου λέω!
Αχ, μα τι λέω, μόνο και μόνο για να αποφύγω το “στανταράκι” αλκοτέστ της Αττικής οδού έστριψα…