Επιστροφή στο φως

Είναι συνήθως οι πολύτροποι, μυστήριοι ήχοι της νύχτας που υπαγορεύουν το ρυθμό στα σχεδόν πάντα αμαρτωλά, με την ετυμολογική σημασία της λέξης, ταξίδια μας «χωρίς σύνορα». Υπόκωφοι ήχοι του χειμώνα που πνίγονται από σφαλιστά παντζούρια, ακονίζουν τα νεύρα και αντασφαλίζουν σε προσφιλή σώματα τις σκέψεις. Αλλά και τα αναμαλλιασμένα τραγούδια της φύσης που ξυπνάει την Άνοιξη, που εδώ και λίγο καιρό τραβούν απ’ το μανίκι τις αισθήσεις μας σε χορό αναγεννησιακό. Και που τις ώρες που θα φτάνουν αυτές οι γραμμές στα χέρια σου, θα μπερδεύονται γλυκά με τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Και μη μου πεις πως γίνεται – και το νιώθεις σαν κυτταρική μνήμη- να συνάδει η οργιαστική φύση με το μοιρολόγι της Παναγιάς; Η καλύτερη απάντηση θα φτερουγίσει αύριο βράδυ απ’ τα χείλη μας, έστω και αν το ψελλίσουμε μέσα απ’ τα δόντια, στη βιάση μας να ενώσουμε τις τελίτσες μέχρι να εμφανιστεί η μαγειρίτσα.

Η μελωδία του «Χριστός Ανέστη» ακουμπά σε τρόπο ελάσσονα (μινόρε) θεωρητικά μελαγχολικό και λυπημένο. Σαν το παράπονο της φωνής της Χαρούλας που εικονογραφεί με μαγική αντίστιξη συναισθημάτων τον μουσικό τρόπο: «Σ’ ένα μινοράκι σ’ έβαλα κρυφά/ πάλι η μουσική θα κάνει θαύματα… Το τραγούδι μου γλυκό λυπητερό/ Καρυάτιδα να γίνω δεν μπορώ/ για να με θέλεις…» Υπήρξε όμως για τα ανόθευτα παιδικά μας αυτιά πιο χαρμόσυνος ήχος απ’ το μινοράκι του «Χριστός Ανέστη;» Υπάρχει ακόμη και σήμερα, σε όποια φάση και να βρισκόμαστε πιο ανακουφιστικός απόηχος από εκείνο του αρχαίου οικογενειακού χορού: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατον μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος;». Τα εγκώμια της Μεγάλης Εβδομάδας είναι μοιρολόγια κι όμως δεν ηχούν πένθιμα. Και πως να είναι πένθιμα όταν πρόκειται για τον τελευταίο κρίκο μιας αέναης λαϊκής παράδοσης;

«Συχνά όταν πηγαίνω στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω αν ο Θεός που κηδεύεται, είναι ο Χριστός ή ο Άδωνις», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στις ημερολογιακές του σημειώσεις, συνοψίζοντας την αίσθηση και το βαθύτερο περιεχόμενο αυτών των ημερών. Λαϊκά έθιμα και τελετουργίες ανεξίτηλες στο συλλογικό υποσεινήδητο ενός λαού που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες καλείται να ενταφιάσει και να αναστήσει γιορταστικά τον Θεό του, να τραγουδήσει το θάνατο και την επάνοδο στη ζωή του Άδωνι, της προσωποποίησης της Ανοίξεως, της εαρινής ανθοφορίας και καρποφορίας κατά την αρχαιότητα – να συνοδεύσει τον εξανθρωπήσαντα Θεό στην οδυνηρή πορεία πορεία προς τον σταυρικό θάνατο, να πενθήσει μέχρι την άλλη πλευρά του πένθους, επί τη προσδοκία Αναστάσεως. «Τον Νυμφώνα σου βλέπω… και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ», τραγούδια και τροπάρια προσόμοια, δηλαδή διαφορετικά ποιητικά κείμενα χωρίς πρωτότυπο μέλος, που ακολουθούν την ίδια μελωδία…

Τραγούδια προσόμοια, σαν κι αυτά που θα επικαλεστούν οι αειθαλείς φορείς των παραδόσεων των βαλκανίων, οι τσιγγάνοι της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, που παρότι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, γιορτάζουν το τέλος του μεγαλύτερου εχθρού τους, του χειμώνα, ανήμερα και προς τιμήν του Αη Γιώργη… Τροπάρια προσόμοια, σαν τους θρηνητικούς αυτοσχεδιασμούς των γριών στην Iztapalapa που ξενυχτούν το Χριστό, στο έθιμο της αναπαράστασης του Θείου δράματος που για εκατονταετίες ενώνει το δήμο της μικρής συνοικίας στην πόλη του Μεξικού.

Θύματα και θύτες, πόρνες και ληστές, φυγόπονοι, καταχραστές, εμπρηστές, όσοι πουλήσαν το κορμί τους και όχι μόνον ερωτικά, όσοι έχασαν κάθε ίχνος σεβασμού και αξιοπρέπειας, κόλακες, τζογαδόροι, κλεπταποδόχοι, όσοι λιποτάχτησαν στα δύσκολα, δηλαδή όλοι εμείς με κορύφωση την αποψινή περιφορά του επιταφίου βιώνουμε ξανά την εμπειρία του πάθους και το Πάσχα (πέρασμα) απ’ το αβυσσαλέο σκοτάδι στην ελπίδα. Άνθρωποι μικρόψυχοι, εξουθενωμένοι, αμαρτωλοί. Αμαρτία δε σημαίνει παράπτωμα και παρελκόμενη τιμωρία, αμαρτία στα αρχαία και την ορθόδοξη παράδοση σημαίνει αστοχία, είναι η γεύση της αποτυχίας, η θνητότητα.

‘Εξω απ’ το παράθυρο μου, όποτε το βλέμμα δραπετεύει απ’ τη μάταιη προσήλωση του στην οθόνη του υπολογιστή, μου γνέφει μια βυσσινιά. Δεν είναι πολλές μέρες που άνθισε και φέτος και τα άσπρα της λουλούδια στο γενναιόδωρο ανοιξιάτικο  φως ακινητοποιούν το βλέμμα και αποκαθηλώνουν την ψυχή. Για μια στιγμή, για μιαν αιωνιότητα, δεν έχει σημασία εάν σε βαραίνουν αρρώστιες και λύπες, εάν τα μάτια έχουν σηκωμένα μαύρα πανιά. Επιστρέφεις στο φως, στην αλήθεια της άνοιξης, βρέχεις τα χείλη σα μικρό παιδί μετά από τρεχάλα, αντιμέτωπος με το θαύμα, όπως το εκφράζει ο Σολωμός: «Δεν τόλπιζα νάν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!»

Θα’ χει καταλάβει πια ο καλόπιστος αναγνώστης ότι σήμερα δεν θα ήταν δυνατό, να αναλωθούμε σε μηρυκασμούς με αναλύσεις ομάδων, περιστατικών στην προπόνηση, ντου οπαδών και έωλες εκτιμήσεις. Όσοι υπομειδιούν ειρωνικά και αισθάνονται βέβαιοι ότι το παρόν κείμενο δεν έχει λόγο ύπαρξης και μάλιστα σε μια τέτοια εφημερίδα, θα ήθελα να τους θυμίσω ότι οι λέξεις βέβαιος και βέβηλος έχουν την ίδια ρίζα. Και αντί για κατακλείδα, να ψάλω τον «Ρομαντικό Επίλογο» του Νίκου Καρούζου.

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.

Χωρίς Σύνορα – Μ. Παρασκευή 25.4.2008

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s