Περικοπές ενός Απόκρυφου Ευαγγελίου

Μια απ’ τις πιο κινηματογραφικές εμπειρίες που μπορούσε να καταγράψουν τα μάτια κάποιου κατοίκου της Αθήνας εκτός των κεντρικών συνοικιών της πόλης, όπου πλέον εκτυλίσσεται κάθε λεπτό πολύ πυκνότερη δράση σε σχέση και με την πιο νοσηρή χολυγουντιανή φαντασία, είναι το σκηνικό που καδραριζόταν κάθε απόγευμα στο τελεφερίκ της Πάρνηθας. Και χρησιμοποιώ παρελθοντικό χρόνο, γιατί ειλικρινά δεν ξέρω τι συμβαίνει σήμερα (φαντάζομαι βέβαια ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει), εάν κάπου εκεί κοντά στη δύση του ηλίου σε περιμένουν αποστεωμένα πρόσωπα, θαρρείς αφυδατωμένα από σκέψεις και μάτια αναχωρητών που σφίγγεσαι ότι σε κοιτάζουν, χωρίς καν να σε βλέπουν.

Το κάδρο βέβαια που προσπαθώ να αναπαραστήσω δεν περικλείει δράση με την έννοιά της κίνησης, αλλά έχει μια καθηλωτική, ξεπεσμένη μεγαλοπρέπεια, σαν πλάνο από ταινία του Αγγελόπουλου που εμφιλοχωρεί αρκετός στόμφος για να σε κάνει να αναθεματίσεις, αλλά ταυτόχρονα σε μελαγχολεί αφόρητα για να μπορείς να το αγνοήσεις.

This image has an empty alt attribute; its file name is Screen%2Bshot%2B2012-01-25%2Bat%2B9.51.40%2BAM.png

Άνθρωποι που τα σημάδια του χρόνου φαίνεται να έχουν αυλακώσει διπλές στάμπες πάνω τους και τα ρούχα και η κινησιολογία τους, η μυρουδιά τους ακόμη, μου επανέφεραν την ξεχασμένη αίσθηση του κλειστού σαλονιού της αδερφής της γιαγιάς μου – ένα σαλόνι με συρόμενη πόρτα που δεν άνοιγε ποτέ (ίσως το Πάσχα), γεμάτο βαριά αντικείμενα “αξίας”, αυστηρά κάδρα, μπαρόκ έπιπλα και μπρεζέρες που θαρρείς είχαν σα στόχο να σε πνίξουν κάτω από την εχεμύθεια του μπρούτζινου φωτιστικού – σαν χαραμάδα μιας μηχανής του χρόνου που σε ξέβραζε κατ’ ευθείαν σε μια άλλη εποχή (του μεσοπολέμου ίσως;) και έμενες μετέωρος προσπαθώντας να αφουγκραστείς εάν πίσω απ’ τις βαριές κουρτίνες ακουγόταν μαρσάρισμα αυτοκινήτου ή τρίξιμο άμαξας.

Φευ, για τους ανθρώπους του κάδρου, ο χρόνος έχει προ πολλού σταματήσει, δεν έχουν καμιά αίσθηση εάν περιτριγυρίζονται από κυρίες με πλουμισμένες τουαλέτες και ροκοκό τραπέζια, όπως αυτά που περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι στα καζίνο της Πρωσίας, ή από λαϊκές αοιδούς και «χαϊ τεκ» ρουλέτες με την ωραιότερη θέα της πόλης (ακόμη και οι τσιμεντουπόλεις αν τις δεις από ψηλά φωταγωγημένες μοιάζουν αφοπλιστικά όμορφες), στα διακόσια βήματα παραπέρα, αρκεί να βγεις απ’ το γαμημένο δωμάτιο – “παρακαλώ όχι άλλα πονταρίσματα, δώδεκα κόκκινο” – μα που να πάω, κέρδισα, πάλι(!) θα κρατήσει μέχρι το πρωί και το επόμενο απόγευμα εδώ θα είμαι, να περιμένω το πρώτο τελεφερίκ, μισή ώρα πριν το καζίνο ανοίξει, κάνοντας τσιγάρο με την κυρία Κουμαρτζόγλου που στα νιάτα της πρέπει να ήταν καλλονή και τόσο πλούσια (από μεγάλη οικογένεια του Πέραν;), γιατί είναι παραπάνω από σαρανταπέντε; κι όμως παρά κάτι το αρχοντικό στον αέρα και την ομιλία της, δείχνει εξήντα και τόσο κουρασμένη, ορίστε η φωτιά σας κυρία μου, απόψε αυτοσχεδιάζουμε και η τύχη θα μας χαμογελάσει, “τέσσερα μαύρο”, αφού σας το’ πα, χα χα…      

“Κλειστόν λόγω Απεργίας” – κάπως έτσι θα έπρεπε να ισχύει, σήμερα Μεγάλη Πέμπτη του σωτηρίου έτους 20.. για λόγους πολλούς και διάφορους, με πρώτο και κύριο ότι τέτοια μέρα, όπως και τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν θα βρούμε κανένα αυθεντικό ξωμάχο να περιμένει το τελεφερίκ για να ανηφορίσει στο βουνό. Ακόμη και η κυρία Κουμαρτζόγλου, ακόμη και ο πιο άρρωστος τζογαδόρος, απλά σήμερα και αύριο δεν παίζει! Ούτε καζίνο, ούτε χαρτιά, ούτε μπαρμπούτι, ούτε πρέφα, ούτε τίποτα, από πριν την εποχή του Ντοστογιέφσκι μέχρι σήμερα. Και δεν το διαπραγματεύεται καν με τον εαυτό του, με τον ίδιο τρόπο που ακόμη και ο πιο πωρωμένος φωτογράφος, που ο φακός έχει γίνει προέκταση του χεριού του, δεν θα διανοούταν να αποθανατίσει τη νεκρώσιμη πομπή του πατρός του… 

Θύματα και θύτες, πόρνες και ληστές, φυγόπονοι, καταχραστές, εμπρηστές, όσοι πουλήσαν το κορμί τους και όχι μόνον ερωτικά, όσοι έχασαν κάθε ίχνος σεβασμού και αξιοπρέπειας, κόλακες, τζογαδόροι, κλεπταποδόχοι, όσοι λιποτάχτησαν στα δύσκολα, δηλαδή όλοι εμείς με κορύφωση την αυριανή περιφορά του επιταφίου βιώνουμε ξανά την εμπειρία του πάθους και το Πάσχα (πέρασμα) απ’ το αβυσσαλέο σκοτάδι στην ελπίδα. Άνθρωποι μικρόψυχοι, εξουθενωμένοι, αμαρτωλοί. Αμαρτία δε σημαίνει παράπτωμα και παρελκόμενη τιμωρία, αμαρτία στα αρχαία και την ορθόδοξη παράδοση σημαίνει αστοχία, είναι η γεύση της αποτυχίας, η θνητότητα.»

Περικοπές από το ‘Χωρίς Σύνορα’ της Μ. Πέμπτης 21.4.2011

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s