Η κατάρα του Τζιμάκου

Ε λοιπόν, το πρόγραμμα των διαθέσιμων αγώνων για στοίχημα αυτό το Σαββατοκύριακο με κάνει να αισθάνομαι όπως (εδώ βέβαια ο καθένας θα μπορούσε να βάλει καλλιτέχνη της επιλογής του) ο …Νταλάρας. Εγώ φυσικά και είμαι ο Νταλάρας γιατί είμαι Έλλην, αλλά θέλω να είμαι και διεθνούς φήμης (εάν ήμουν γυναίκα δηλαδή θα ήμουν η Βίσση) και να κάνω και δωρεάν συναυλίες για την Κύπρο, που έχει και πολύ καλό στοίχημα και ακόμη καλύτερα καζίνο και αλαβάστρινα κορμιά στα κατεχόμενα. Είμαι λοιπόν ο Ζωρζ και έχω μπροστά μου τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας μου: η σκάλα του Μιλάνου σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής με έχει καλέσει να ερμηνεύσω μοναδικά ένα ανθολόγιο της ευρωπαϊκής μουσικής: από τον Κουρτ Βαϊλ μέχρι ρεμπέτικα και από φλαμένγκο μέχρι φλουμινένσε, συγγνώμη μπερδεύτηκα, μέχρι κέλτικες μπαλάντες, ήθελα να πω – μην το ξεχνάτε, είπαμε ότι είμαι ο Νταλάρας και όλα τα σφάζω και όλα τα μαχαιρώνω…

Το πρώτο σοκ όμως ήρθε από την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, οπότε αναγκάζομαι να φορτώσω τις κιθάρες μου και το τσέμπαλο (αυτό το έμαθα ειδικά για την περίσταση για να τους παίξω κι ένα πεντατονικό ηπειρώτικο) στα δύο μου τζιπ και να ξεκινήσουμε οδικώς μαζί με τα παιδιά που μου κουρδίζουν τις κιθάρες για Ιταλία. Το μεγαλύτερο όμως σοκ σαν βγήκαμε στον πηγαιμό για το Μιλάνο το έπαθα όταν κάναμε στάση στην Ακράτα, για πένες με προσούτο και κατούρημα. Δεν είχε βέβαια πένες με προσούτο στο παρακμιακό χάνι που με κατέβασαν οι κουρδιστές, αλλά μήπως και το άλλο μπορούσες να το κάνεις; Την ώρα όμως που γενναία με το ένα χέρι έκλεινα τη μύτη μου απ’ την αποφορά και έμπαινα αποφασισμένος να τραγουδήσω, μάλλον να ξαλαφρώσω εννοώ, μια εφιαλτική φιγούρα βγαίνει και με αγκαλιάζει πριν προλάβω να αντιδράσω και πριν πλύνει τα χέρια του: «Ακατανόμαστε, τι κάνεις εσύ εδώ παλιόφιλε, είσαι κι εσύ για το πανηγύρι στην Κάτω Αχαγιά, γι’ αυτό κουβαλάς και το κλαρίνο;»

«Που να σου γίνει η φωνή σαν της Γιαγκούση, άθλιε Πανούση» τον κατακεραύνωσα «και τα μούσια σου να πέσουν σαν τα μαλλιά της Άντζελας» τον αποτελείωσα.

Πανουσης – Νταλάρας | to10.gr

«Τότε σε καταριέμαι να μην κάνεις άλλη συναυλία για την Κύπρο και να σε πιάσει λάστιχο στη μέση της νύχτας στην παλιά εθνική Αιγίου – Πατρών» ακούστηκε η ανατριχιαστική σφυριχτή φωνή του Μπιν Λαντεν των Πατησίων, αλλά φυσικά δεν έδωσα σημασία, άλλωστε δεν απάντησε και ο Κούγιας στο τηλέφωνο για να στείλουμε εξώδικο. Τέλος πάντων μετά από λίγο βγήκαμε και πάλι στο δρόμο και κόψαμε στην παλιά εθνική μιας και ήξερα μια καταπληκτική παράκαμψη για να γλιτώσουμε τα διόδια, αλλά αλίμονο, μέσα στο πηχτό σκοτάδι της βροχερής νύχτας δεν μπόρεσα να διακρίνω τις πρόκες στο οδόστρωμα και σχεδόν βρεθήκαμε στη θάλασσα. «Το τσέμπαλο, το τσέμπαλο, είναι καλά, μήπως έπαθε καμιά ζημιά;» Το τσέμπαλο ήταν εντάξει, αλλά εμείς είχαμε μείνει χωρίς μεταφορικό μέσο στη μέση του πουθενά με τη βροχή και το αγιάζει να μας περονιάζει. Ωραίος στίχος θα ήταν αυτός σκέφτηκα «στη βροχή και το αγιάζι που μας περονιάζει/ της μοίρας το κατάστιχο μας έσκασε το λάστιχο/ και νάτος ο Πανούσης μας χλευάζει/ σαν πράκτορας της Στάζι»

Να όμως λοιπόν που μια απεργία διαρκείας και μια κατάρα ακράτειας μας είχαν φέρει σε αδιέξοδο: βρισκόμασταν παγωμένοι στη μέση του πουθενά και τα μοναδικά σημάδια ζωής φαίνονταν κάτι τρεμάμενα φώτα στο βάθος προς την παραλία, το δίχως άλλο πρέπει να βρισκόμασταν στο ύψος του Ψαθόπυργου. Με την ελπίδα να βάλουμε κάτω από κάπου το κεφάλι μας για τη νύχτα ξεκινήσαμε να περπατάμε, άλλωστε δεν ήταν πια και τόσο προχωρημένη η ώρα, όλο και κάτι θα βρίσκαμε. Όποιος βέβαια έχει βρεθεί καταχείμωνο στο Ψαθόπυργο θα ξέρει ότι είναι πιθανότερο να πετύχει στην παραλία το Νταλάρα με την κιθάρα του, παρά μόνιμο κάτοικο, με μια όμως σωτήρια εξαίρεση, «Τη Σκάλα» ένα ετοιμόρροπο παράπηγμα που εφημερεύει στην άκρη του κύματος. Το καπηλειό το λιμανίσιο που πάντα υπάρχει για να περιθάλπει ψαράδες και ξωμάχους.

«Βρε καλώς τα, τα παιδιά, για πατσά ήρθατε;» Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα αν μισούσα περισσότερο το χιούμορ ή τη ξεδοντιασμένη φάτσα του στραβοκάνη με τη λερωμένη ποδιά που βρέθηκε ξαφνικά οικοδεσπότης μας. «Τέτοια ώρα ρε κουτσαβάκια μόνο καγιανά μπορώ να σας φτιάξω και ρακόμελα να ζεσταθείτε». Το μαγαζί ήταν άδειο και θαρρείς ότι έμενε ανοιχτό γιατί είχαμε κλείσει τραπέζι. «Και σταματήστε ρε να δείχνετε σαν το Γιαννάκη μετά από ματς στο ΟΑΚΑ, μια ρουφηξιά είν’ η ζωή/ στη θάλασσα μια μέρα/μια ανάσα ένας στεναγμός/ στο βροχερό αέρα…» Κι όμως ο ξεδοντιάρης είχε δίκιο, όταν όλα μοιάζουν να έχουν πάρει λάθος ρότα, όταν το σύμπαν μοιάζει σα να συνωμοτεί εναντίον σου δεν έχει νόημα να μεμψιμοιρείς και να λιμνάζεις στα γινάτια σου. Ακόμη και μια μοναδική στη ζωή σου νύχτα με προορισμό τη Σκάλα του Μιλάνου και την απόλυτη καταξίωση που καταλήγει τελικά σε ένα παρακμιακό καπηλειό στον Ψαθόπυργο μπορεί να αποδειχθεί μαγική, αρκεί να αφήσεις μια χαραμάδα να σε ταξιδέψει το όνειρο και το θαύμα της πλάσης…

Έβγαλα την κιθάρα μου και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες άρχισα να την κουρδίζω ο ίδιος. Τα ρακόμελα είχαν κάνει ήδη τη δουλειά τους και ο οικοδεσπότης μας μαζί με τη χοντρή γυναίκα του είχαν κάτσει στο τραπέζι μας. Τα χέρια άρχισαν να χορεύουν τρελαμένα στα τάστα της κιθάρας και να με τραβάνε στα παλιά, τα τραγούδια του Μάνου: «Έχω έναν καφενέ στου λιμανιού, στου λιμανιού την άκρη/ Τον έχτισε το δάκρυ, αυτών που μένουνε/ Αυτών που μένουνε και περιμένουνε…»

Το σιγόντο μιας σεντεφένιας γυναικείας φωνής, καθόλου δεν με ξάφνιασε και με παρέσυρε στο επόμενο και το επόμενο: «τίποτε δεν πάει χαμένο στη χαμένη μας ζωή…». Ξαφνικά ο μάγειρας με τη γυναίκα του κάτω από το ασημόφως της θάλασσας, φάνταζαν υπέροχα όμορφοι και αφοπλιστικοί. Θαρρείς και γνωριζόμασταν από παιδιά γλιστρήσαμε στη θάλασσα των τραγουδιών της αγάπης: «Πόσο σ’ αγαπώ, πουλάκι του δρόμου…»

Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει σχεδόν τρεκλίζοντας ένας ξερακιανός άντρας απροσδιόριστης ηλικίας με μια πίπα μισοσβησμένη, το δίχως άλλο πιθανότερος θαμώνας του μαγαζιού από την πάρτη μας. «Μαα αυτή η φωνή, θα έλεγε κανείς ότι αυτή η φωνή αν δεν είμαι τελείως λιώμα είναι…» ψέλλισε ο γέρος πλησιάζοντας κι έμεινε να μας κοιτά αποσβολωμένος σαν να μην πιστεύει στα μάτια του για να σωριαστεί τελικά βουρκωμένος με ανοιχτά τα χέρια στη διπλανή καρέκλα: «Μέγας είσαι κύριε! Γεια σου ρε αθάνατε Πάριε, τραγουδιστή της καρδιάς μας, μεγαλώσαμε κι ερωτευτήκαμε, τι ερωτευτήκαμε, καψουρευτήκαμε με τα τραγούδια σου!! Κι εσύ για το πανηγύρι στην Κάτω Αχαγιά;»…

ΥΓ. Το κουπόνι που έχουμε μπροστά μας, μια μόλις εβδομάδα πριν αρχίσει η μεγάλη γιορτή της Νοτίου Αφρικής μοιάζει πιο αποκρουστικό και από ξεδοντιάρη ταβερνιάρη που ξεπηδά σα νάνος σε κατάρα του Τζιμάκου σκηνοθετημένη από τον Ντεϊβιντ Λιντς. Κι όμως το πινακάκι που θα βρείτε κάτω αριστερά το συμπληρώσαμε παρέα μια δύσκολη νύχτα στον Ψαθόπυργο. Μετά το 5ο ρακόμελο φυσικά…

“Χωρίς Σύνορα” – 4.10.2010

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s