Ο Ντάμπα και ο Μόρι ήταν δυο αδέρφια που μεγάλωναν εξαιρετικά δεμένα στην Ντίντα, σαν να λέμε κάπου στον Χολαργό της Καμπάλα – την πρωτεύουσα της Ουγκάντα για τους μη μυημένους στη γεωγραφία – μαζί με τον πατέρα τους τον Μουκίσα, που στα Σουαχίλι σημαίνει, «αυτός που έχει καλή τύχη».
Ο Μόρι, που το όνομα του στην κυριολεξία σημαίνει «αυτός που γεννήθηκε πριν αποπληρωθεί το δάνειο για την προίκα της συζύγου» (βλέπεις, στον Χολαργό της Ουγκάντα, την προίκα την δίνει ο σύζυγος) είχε παθολογική αδυναμία στον μικρό του αδερφό και τον πρόσεχε σαν δεύτερος πατέρας, ειδικά τις ώρες που ο μπαμπάς τους έλειπε στη δουλειά, εργάτης στους East African Railways, όπως εξάλλου και οι περισσότεροι άρρενες της περιοχής.
Κάθε Κυριακή όμως στο ρεπό του, ο Μουκίσα έπαιρνε τα αγόρια του και είχαν την δική τους ιεροτελεστία: το έκοβαν ποδαράτο τα περίπου τέσσερα μίλια μέχρι το «Βανκουλουκούκου», το περίφημο γήπεδο της πολυθρύλητης Εξπρές φούτμπολ κλαμπ, για να ζητωκραυγάσουν για τους περήφανους «κόκκινους αετούς», την παλιότερη και μεγαλύτερη ομάδα της Ουγκάντα, με αμέτρητους οπαδούς σε ολόκληρη τη χώρα.
Και όταν μετά από καμιά μεγάλη νίκη, έπαιρναν τραγουδώντας τον δρόμο της επιστροφής και σταματούσαν σε κάποια υπαίθρια καντίνα να απολαύσουν τα «ρόλεξ» τους (τοπικό σουβλάκι με ομελέτα και κρεμμύδια) και τους άφηνε να δοκιμάσουν λίγο από το «βαράγκι» του (ντόπιο απόσταγμα που μοιάζει με τζιν), ένοιωθε πραγματικά ευλογημένος, Μουκίσα, με το όνομα και τη χάρη. Και τότε έστρεφε το βλέμμα ψηλά στον ουρανό και ψιθύριζε στη διάλεκτο των Μπατζίσου, της φυλής της γυναίκας του: «τους βλέπεις, έγιναν αντράκια πια τζιέρι μου…»
Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά του Μουκίσα είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, τα αγόρια έφυγαν από το σπίτι, αλλά η ιεροτελεστία της Κυριακής είχε παραμείνει η απόλυτη σταθερά και για τους τρεις, ότι και να συνέβαινε στη ζωή τους. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που η Εξπρές έπεσε στη δυσμένεια του περίφημου δικτάτορα Ιντί Αμίν Νταντά που διέταξε την αποβολή της από το πρωτάθλημα. Τότε όμως, κάποιοι οπαδοί της Εξπρές (μαζί τους και ο Ντάμπα), δημιούργησαν μια νέα ομάδα, τους «Νακιβούμπο Μπόις» που το 1979, μαζί με την πτώση του αιμοσταγούς δικτάτορα, κέρδισαν την άνοδο στην Α΄ Εθνική.

Εκείνη την αποφράδα Κυριακή ο Μουκίσα ξύπνησε κάθιδρος από τον εφιάλτη και με ένα αβάσταχτα κακό προαίσθημα. Κι όμως οι οιωνοί ήταν καλύτεροι από ποτέ: ο ημιπαράφρονας Αμίν Νταντά είχε επιτέλους ανατραπεί και το πρωτάθλημα ξανάρχιζε σήμερα. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει γιατί, θυμήθηκε πότε είχε ξαναδεί το ίδιο κακότυχο όνειρο: την ημέρα που γεννήθηκε υγιέστατος ο Μόρι, την ημέρα που από την απόλυτη χαρά, πέρασε ταυτόχρονα στον αβάσταχτο πόνο, όταν του είπαν ότι πάνω στη γέννα χάθηκε η γυναίκα του.
Όταν την επόμενη χρονιά η Εξπρές επανήλθε στην ενεργό δράση, οι «αποστάτες» οπαδοί δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω, μετονόμασαν την ομάδα τους σε Βίλα και άρχισαν να αμφισβητούν ευθέως τα πρωτεία της πρώην ομάδας τους. Μια από τις μεγαλύτερες αντιπαλότητες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου είχε μόλις αρχίσει – αναρίθμητα τα περιστατικά βίας και συγκρούσεων εντός και εκτός των τερέν που ακολούθησαν μεταξύ των δύο άσπονδων φίλων που μετεξελίχθηκαν σε θανάσιμους εχθρούς.
Εκείνη την αποφράδα Κυριακή, ο Ντάμπα, που στα Σουαχίλι θα πει «αγόρι της ειρήνης», μπήκε μέσα στο πατρικό του, αψύς και αποφασισμένος και τους ανακοίνωσε το «ασύλληπτο» νέο: ήταν μέσα στον ιδρυτικό πυρήνα της Βίλα και το δίχως άλλο θα έπρεπε να το περιμένουν πως δεν θα γύριζε πίσω στις τάξεις των «νερόβραστων» οπαδών της Εξπρές.
– «Από τούτη τη στιγμή παύεις να είσαι αδερφός μου», ήταν τα λόγια του απελπισμένου Μόρι, μπροστά στα γεμάτα τρόμο μάτια του εμβρόντητου πατέρα τους. Από εκείνη τη στιγμή ο Ντάμπα με τον Μόρι δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Κάποιος τους είδε να πετάνε πέτρες ο ένας στον άλλο, σε εκείνο το ντέρμπυ που αναβλήθηκε λόγω βροχής, αλλά οι εχθροπραξίες μεταξύ των αντίπαλων οπαδών έλαβαν χώρα κανονικά. Ο Μουκίσα δεν ξαναπάτησε στο γήπεδο.

Λένε πως ο πόλεμος, δεν είναι πόλεμος, μέχρι να φτάσει στο κατώφλι σου, μέχρι νοιώσεις το δριμύ του μαύρου του θανάτου στη γειτονιά σου, μέχρι ο αδερφός να σκοτώσει τον αδερφό. Οι άνθρωποι της Καμπάλα, έχουν ζήσει σε κάθε δεκαετία εμπόλεμες καταστάσεις και με την Ουγκάντα να έχει τεράστιο πρόβλημα υπερπληθυσμού, παραμένουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία έμπλεοι οργής, μέσα στην φτώχια και την ανέχεια. Το ποδόσφαιρο παραμένει ένα ιδιότυπο πεδίο διαφυγής και ένα ανώδυνο πεδίο μάχης παράλληλα που ξεθυμαίνουν οι έχθρες, έστω κι αν ενίοτε μπορεί να γίνει αιτία σχίσματος ακόμη και οικογένειες.
Ο Ντάμπα και ο Μόρι δεν ξαναμίλησαν ποτέ ή για την ακρίβεια, δεν ξαναμίλησαν για 40 ολόκληρα χρόνια. Όταν βρέθηκαν ξανά εκείνη την αποφράδα Κυριακή μετά από σαράντα χρόνια στο πατρικό τους, αγκαλιάστηκαν σφιχτά και ο βουβός πόνος που τους κατέκλυζε για δεκαετίες, μετατράπηκε σε χείμαρρο από δάκρυα και λυγμούς. Ο Μόρι έκοψε τα κρεμμύδια για να φτιάξουν τα «ρόλεξ» και ο Ντάμπα γέμισε τρία ποτήρια με «βαράγκι». Ο Μουκίσα παρέμενε δίπλα ξαπλωμένος, με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα σφιγμένα χείλη. Μια μέρα νωρίτερα να είχαν κοπιάσει, θα είχε προλάβει να τους δει για μια τελευταία φορά. Και τότε σαν τα σφαλισμένα βλέφαρα να πετάρισαν και σαν ένας αδιόρατος ψίθυρος στη διάλεκτο των Μπατζίσου να θρόισε στο δωμάτιο: «τους βλέπεις, έγιναν τελικά άντρες τζιέρι μου…»
ΥΓ. Σε λίγη ώρα ξεκινάει το μεγάλο ντέρμπυ της Καμπάλα, μεταξύ Εξπρές και Βίλα στο θρυλικό στάδιο Βανκουλουκούκου, ένα ντέρμπυ που την τελευταία δεκαετία έχει χάσει την λάμψη του, καθώς και οι δύο ομάδες (ειδικά η Εξπρές) βρίσκονται σε παρακμή. Δεν έχει χάσει όμως τίποτα σε ένταση και αντιπαλότητα και παραμένει το παιχνίδι της χρονιάς και για τους δύο, ανεξαρτήτως βαθμολογικής θέσης και φέτος λένε οι ντόπιοι ότι αναμένεται να είναι και το πιο αμφίρροπο της τελευταίας πενταετίας, καθώς η ενισχυμένη Εξπρές θεωρείται στο ίδιο επίπεδο με την αντίπαλο της (το σετ των αποδόσεων βέβαια είχε φαβορί την Βίλα στο 1.70 με τον άσσο να υπερακοντίζεται στο 4.30).
Στο γήπεδο θα έχει μόνο οπαδούς της Εξπρές (μόνο τους κατόχους διαρκείας) που παρά την παρακμή της ομάδας, παραμένουν σαφώς πολυπληθέστεροι. Ο Ντάμπα και ο Μόρι θα το βλέπουν στην τηλεόραση, πίνοντας, σχεδόν αμίλητοι, το «βαράγκι» τους στη μνήμη του πατέρα τους – επιμνημόσυνη δέηση στους μεγαλύτερους ήρωες των παιδικών μας χρόνων…